αμαξάδικος

αμαξάδικος
-η, -ο
1. αυτός που σχετίζεται με την άμαξα ή τον αμαξά: Αυτές είναι κουβέντες αμαξάδικες.
2. το ουδ. ως ουσ., το αμαξάδικο το εργαστήριο κατασκευής ή επισκευής αμαξών.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αμαξάδικος — η, ο 1. ο σχετικός με την άμαξα ή αυτός που αρμόζει σε αμαξά 2. το ουδ. ως ουσ. το αμαξάδικο α) εργοστάσιο κατασκευής ή επισκευής αμαξών β) τόπος στάθμευσης αμαξών, αμαξοστάσιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμαξαδ , θ. τής λ. αμαξάς, άδες + παραγ. κατάλ. ικος] …   Dictionary of Greek

  • αμαξάδικο — το βλ. αμαξάδικος …   Dictionary of Greek

  • αμαξάς — ο 1. οδηγός άμαξας (συνήθως ο επαγγελματίας) 2. κατασκευαστής αμαξών. [ΕΤΥΜΟΛ. < άμαξα ή αμάξι + παραγ. κατάλ. άς. ΠΑΡ. νεοελλ. αμαξάδικος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”