- αμαξάδικος
- -η, -ο1. αυτός που σχετίζεται με την άμαξα ή τον αμαξά: Αυτές είναι κουβέντες αμαξάδικες.2. το ουδ. ως ουσ., το αμαξάδικο το εργαστήριο κατασκευής ή επισκευής αμαξών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.